- κατάτασις
- κατάτασις, ἡ (Α) [κατατείνω]1. η ένταση, το υπερβολικό τέντωμα2. (για σπασμένα ή εξαρθρωμένα οστά ή μέλη) ανάταξη, επανατοποθέτηση3. βασανιστήριο, μαρτύριο, τιμωρία4. (για χώρο) έκταση5. τάση ολική προς τα κάτω6. βίαιη γύμναση, άσκηση.
Dictionary of Greek. 2013.